- ὑδρομαστευτική
- ὑδρο-μαστευτική (sc. τέχνη), ἡ,A the art of seeking for water, Gp.2.6.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδρομαστευτικῆς — ὑδρομαστευτική the art of seeking for water fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρομαστευτικός — ή, όν, Μ (κυρίως το θηλ. ως ουσ.) ἡ ὑδρομαστευτική (ενν. τέχνη) η ὑδρομαντευτική*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μαστεύω «αναζητώ» + κατάλ. κός] … Dictionary of Greek